- λευκάζω
- (Μ λευκάζω) [λευκός]έχω χρώμα που αποκλίνει προς το λευκό, φαίνομαι λευκός, ασπρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκάζω — φαίνομαι λευκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύκαστος — η, ο ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. λευκαστός < λευκάζω] … Dictionary of Greek
λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
λευκαστής — ο [λευκάζω] λευκαντής … Dictionary of Greek
παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek